- μυλωνού
- ηβλ. μυλωνάς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μυλωνάς — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 29 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσσήνης του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μεσσήνης. * * * ο θηλ. μυλωνού (Μ μυλωνάς, θηλ. μυλώνισσα) ιδιοκτήτης ή εργάτης αλευρόμυλου, μυλωθρός νεοελλ. 1. ιδιοκτήτης ή… … Dictionary of Greek
-άδαινα — νεοελληνική ανδρωνυμική κατάληξη, θηλυκό ουσιαστικών που δηλώνουν επάγγελμα (πρβλ. την ανδρωνυμ. επαγγελμ. κατάληξη ού: μυλωνάς μυλωνού, κοσκινάς κοσκινού κ.λπ.), π.χ. η σύζυγος τού γαλατά, γαλατάδαινα τού αμαξά, αμαξάδαινα κ.λπ. Αναλογικά… … Dictionary of Greek
αλεστρίς — ἀλεστρίς ( ίδος), η (Α) η γυναίκα που αλέθει, η μυλωνού. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τής λ. ἀλετρίς*] … Dictionary of Greek
πραγματευτής — Hμιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ.), στην πρώην επαρχία Κυνουρίας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (8 τ. χλμ.), στον οποίο υπάγονται και οι οικισμοί Λιβάδι (υψόμ. 20 μ.), Σαμπατική (υψόμ. 20 μ.). Βρίσκεται BA του Λεωνιδίου κοντά… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Μίλερ, Βίλχελμ — (Wilhelm Mόller, 1794 – 1827). Γερμανός ποιητής και φιλέλληνας. Πολέμησε εναντίον του Ναπολέοντα (1813 14) και διετέλεσε διευθυντής της δουκικής βιβλιοθήκης της γενέτειράς του Ντεσάου. Από τα ταξίδια του στην Ιταλία εμπνεύστηκε τις ποιητικές… … Dictionary of Greek
Παϊζιέλο, Τζιοβάνι — (Paisiello, Tάρας 1740 – Nάπολη 1816). Ιταλός συνθέτης. Αφού τελείωσε τις σπουδές του στο ωδείο του Αγίου Ονουφρίου της Νάπολης, εγκατέλειψε τη θρησκευτική μουσική χάρη της κωμικής όπερας, δρέποντας επιτυχίες (1764 66), στην Μπολόνια, στην Πάρμα … Dictionary of Greek